- ραφιναρισμένος
- -η, -ο, Νβλ. ραφινάρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ραφινάρω — Ν 1. (για ουσίες όπως τα έλαια, η ζάχαρη κ.ά.) καθαρίζω από προσμίξεις και ακαθαρσίες, διυλίζω, φιλτράρω 2. μτφ. εκλεπτύνω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ραφιναρισμένος, η, ο α) αυτός που έχει υποστεί ραφινάρισμα, φιλτράρισμα, φιλτραρισμένος β) μτφ.… … Dictionary of Greek
ραφινάτος — η, ο, Ν 1. ραφιναρισμένος, φιλτραρισμένος 2. μτφ. εκλεπτυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. raffinato (βλ. ραφινάρω)] … Dictionary of Greek
ραφινέ — ο, η, το, Ν (άκλ. επίθ.) ραφιναρισμένος, ραφινάτος, φιλτραρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. raffine (βλ. και ραφινάρω)] … Dictionary of Greek
ραφινάρομαι — ραφινάρομαι, ραφιναρίστηκα, ραφιναρισμένος βλ. πίν. 54 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής